- ασώπαστος
- η , ο1) неумолкающий, безумолчный; болтливый; 2) перен. неугасимый, неослабевающий (о чувстве); непрекращающийся, неутихающий (о боли)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασώπαστος — η, ο 1. αυτός που δεν σώπασε, που εξακολουθεί ν ακούγεται 2. φλύαρος 3. ακοίμητος, άσβεστος 4. συνεχής, παρατεταμένος … Dictionary of Greek
ασώπαστος — η, ο αυτός που δε σωπαίνει, φλύαρος, ακατάπαυτος: Έχει μια γυναίκα ασώπαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασίγαστος — ασίγαστος, η, ο και ασίγητος, η, ο και ασιγάλιαστος, η, ο επίρρ. α ασώπαστος, ακαταπράυντος: Τον είχε κυριέψει ένα ασίγαστο πάθος για μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)